- κόλα
- (Cola). Γένος φυτών της οικογένειας των στερκουλιιδών, της τάξης των στυλοφόρων. Περιλαμβάνει περίπου 50 είδη, ιθαγενή της τροπικής Αφρικής, τα οποία σήμερα ευδοκιμούν και σε άλλες τροπικές χώρες. Σπουδαιότερο από αυτά είναι η κ. η ακιδωτή. Πρόκειται για αείφυλλο δέντρο, ύψους έως 18 μ., που καλλιεργείται στη δυτική Αφρική. Έχει σαρκώδη καρπό, που περικλείει πολλά σπέρματα σαν μικρά κάστανα, τα γνωστά ως κάρυα της κ. Τα σπέρματα αυτά περιέχουν καφεΐνη έως 2,7% –περισσότερη, δηλαδή, από τον καφέ–, μικρή ποσότητα θεοβρωμίνης, γλυκόζη, λίπη και πρωτεϊνικές ουσίες, ενώ παλαιότερα είχαν μεγάλη χρήση στη φαρμακευτική. Οι ιθαγενείς της δυτικής Αφρικής χρησιμοποιούν τα σπέρματα, τα οποία μασάνε, ως διεγερτικό των νεύρων, τονωτικό και καταπραϋντικό της πείνας. Το εκχύλισμά τους αποτελεί τη βάση του αναψυκτικού Coca-Cola.
* * *η και κολά, τοβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη μαλβώδη, οικογένεια στερκουλίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. γαλλ. cola ή kola (αφρικ. προελεύσεως). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.